τετραωρία

τετραωρία
η, Ν [τετράωρος]
1. χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών
2. η επί τέσσερεις συνεχείς ώρες υπηρεσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”